φωσφορούχος

φωσφορούχος
ος, ο[ν] фосфористый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φωσφορούχος" в других словарях:

  • φωσφορούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν χημ. 1. αυτός που περιέχει φωσφόρο, φωσφορώδης («φωσφορούχο υδρογόνο») 2. χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων τού φωσφόρου με τα διάφορα μέταλλα, ενώσεων που είναι γνωστές και ως φωσφίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωσφόρος + ούχος* (<… …   Dictionary of Greek

  • φωσφορούχος — α, ο (χημ.), αυτός που περιέχει φωσφόρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • παραθείο — Δραστικό εντομοκτόνο που περιέχει την οργανική ένωση π νιτροφαινυλοθειο φωσφορικό διαιθύλιο. Πρόκειται για ένα υποκίτρινο υγρό, ελάχιστα διαλυτό στο νερό, το οποίο όμως διαλύεται στην αλκοόλη. Εξαιτίας της μεγάλης τοξικότητάς του, η χρησιμοποίησή …   Dictionary of Greek

  • φωσφορώδης — ες, Ν 1. φωσφορούχος 2. φρ. α) «φωσφορώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, οξυγονούχο οξύ τού φωσφόρου, που, ορθότερα, ονομάζεται ορθοφωσφορώδες οξύ β) «φωσφωρώδη άλατα» χημ. τα άλατα τού φωσφορώδους οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωσφόρος. Η λ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»